- πέμπτος
- -η, -ο / πέμπτος και κρητ. τ. πέντος και αρκαδικός τ. πέμποτος, -ον, ΝΜΑ(ως τακτικό αριθμτ.)1. αυτός που σε μια σειρά ή τάξη φέρει τον αριθμό πέντε, που βρίσκεται μετά τον τέταρτο και πριν από τον έκτο2. το θηλ. ως ουσ. η Πέμπτηη πέμπτη ημέρα τής ιουδαϊκής εβδομάδας, η οποία για τους Εβραίους είναι ημέρα νηστείας, ενώ στο βυζαντινό λειτουργικό τυπικό είναι αφιερωμένη στη μνήμη τών αγίων αποστόλων και τού αγίου Νικολάου3. το ουδ. ως ουσ. το πέμπτο(ενν. μέρος) το ένα από τα πέντε ίσα μέρη στα οποία έχει διαιρεθεί ένα όλον, το πεμπτημόριο4. φρ. α) «Μεγάλη Πέμπτη»εκκλ. η πέμπτη ημέρα τής Μεγάλης Εβδομάδας, που είναι αφιερωμένη στον εορτασμό τών γεγονότων τού πάθους τού Χριστού τα οποία συνέβησαν κατά την ημέρα αυτήβ) «πέμπτη ουσία»(φιλοσ.) ονομασία τού ενός από τα πέντε στοιχεία τής φύσης, τού αιθέρανεοελλ.1. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Πέμπτη και, διαλ. τ. Πέφτηα) η πέμπτη ημέρα τής εβδομάδας στο ισχύον ημερολόγιο με αφετηρία αρίθμησης την Κυριακήβ) μουσ. η πέμπτη βαθμίδα τών μουσικών, βυζαντινών ή ευρωπαϊκών κλιμάκων2. φρ. α) «διάστημα πέμπτης»μουσ. η απόσταση από έναν φθόγγο ώς τον πέμπτο από τη συνεχή διαδοχή τών φθόγγων μιας κλίμακαςβ) «πέμπτη φάλαγγα» — δίκτυο μυστικών πρακτόρων ξένης δύναμης οι οποίοι δρουν στο έδαφος ενός κράτους με σκοπό την παροχή πληροφοριών και άλλων υπηρεσιών στους εντολοδόχους τους, καθώς και υπονόμευση τής εθνικής ομοψυχίας και τού ηθικού τού πληθυσμούγ) «ο πέμπτος τροχός τής αμάξης»(με υποτιμητική σημ.) λέγεται για άτομο που σε μια υπόθεση ή κατάσταση προσφέρει μηδαμινή υπηρεσίααρχ.1. το θηλ. ως ουσ. α) (ενν. οδός) μία από τις εισόδους τού ρωμαϊκού στρατοπέδουβ) (ενν. φορολογία) φορολογία σύμφωνα με την οποία επιβάλλεται η καταβολή τού ενός πέμπτου τού εισοδήματος ή τής περιουσίας γενικότερα2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Πέμπτοςμήνας τών Φωκέων αντίστοιχος προς τον δελφικό Βύσιο3. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ πέμπτονγια πέμπτη φορά4. φρ. α) «πέμπτον σῶμα»(φιλοσ.) το πέμπτο στοιχείο τής φύσης, ο αιθέραςβ) «πέμπτος καιρός»εκκλ. ο χρόνος τής εμφάνισης τού Χριστού στη γη, που αντιστοιχεί στην ενδέκατη ώρα τής παραβολής τής αμπέλου.[ΕΤΥΜΟΛ. Το τακτικό αριθμητικό πέμπτος < πέντε* / πέμπε συνδέεται με τα: λατ. quintus, γοτθ. fimfta, λιθουαν. penktas, αρχ. σλαβ. petŭ. Ο αρκαδ. τ. πέμποτος έχει σχηματιστεί κατά το δέκοτος, ενώ ο κρητ. τ. πέντος εμφανίζει -ντ- αντί -μπτ-].
Dictionary of Greek. 2013.